λαίνους

λαίνους
λᾱΐνους , λάινος
of stone
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πόλινγκ, Λάινους Καρλ — (Linus Carl Pauling, Πόρτλαντ, Όρεγκον 1901 –). Αμερικανός χημικός Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, συνέχισε στο Μόναχο, στη Ζυρίχη και στην Κοπεγχάγη. Από το 1931 υπήρξε καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας,… …   Dictionary of Greek

  • Λίπσκομπ, Γουίλιαμ — (William Lipscomb, Κλίβελαντ, Οχάιο 1919 –). Αμερικανός χημικός και πανεπιστημιακός. Έλαβε πτυχίο χημικού από το πανεπιστήμιο του Κεντάκι το 1941 και συνέχισε για μεταπτυχιακά στη φυσική, στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια, ενώ το 1942… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”